- επισυρμός
- ἐπισυρμός, ὁ (Α) [επισύρω]1. αμέλεια, οκνηρία («εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήθην ἄγοιεν», Πολ.)2. σαρκαστική διάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυρμός — laziness masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρμοῦ — ἐπισυρμός laziness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρμόν — ἐπισυρμός laziness masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)